- μεζήθρα
- μεζήθρα, ἡ (Μ)βλ. μυζήθρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυζήθρα — και μυτζήθρα, η (Μ μυζήθρα και μεζήθρα) γαλακτοκομικό τυροειδές προϊόν το οποίο παρασκευάζεται από το υπόλοιπο τού γάλακτος μετά την πήξη και την παραλαβή τού τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ζυμήθρα, με αντιμετάθεση τών ζ και μ ] … Dictionary of Greek